Τι είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος – Ποιος ο ρόλος του στον κίνδυνο θνησιμότητας στους υπέρβαρους

Αύξηση παρουσίασε ο αριθμός των υπέρβαρων και παχύσαρκων ανθρώπων τα τελευταία 25 χρόνια, με αποτέλεσμα ο αυξημένος ΔΜΣ να είναι σε θέση να συμβάλει σε διάφορες καρδιομεταβολικές παθήσεις.

 

Οι παχύσαρκοι και οι υπέρβαροι άνθρωποι έχουν αυξηθεί ραγδαία ως αριθμός τα τελευταία 25 χρόνια, με αποτέλεσμα ο αυξημένος ΔΜΣ να είναι σε θέση να συμβάλει σε διάφορες καρδιομεταβολικές παθήσεις. Οι διάφορες μελέτες που έγιναν στα πλαίσια των οποίων έχει αναλυθεί  η συσχέτιση μεταξύ ΔΜΣ και η συνολική θνησιμότητα δείχνουν πως αυτά τα δύο είναι αντιφατικά. Να σημειωθεί, πως οι περισσότερες αμερικανικές μελέτες χρησιμοποίησαν δεδομένα από τις δεκαετίες 1960 έως 1990 προκειμένου να καταλήξουν σε συμπέρασμα.

 

Τι είναι ο Δείκτης Μάζας Σώματος

Ο ορισμός Δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ, body mass index (BMI), ή Quetelet index) είναι μία γενική ιατρική ένδειξη για τον υπολογισμό του βαθμού παχυσαρκίας ενός ατόμου. Λόγω του εύκολου υπολογισμού του είναι ένα ευρέως διαδεδομένο διαγνωστικό εργαλείο των πιθανών προβλημάτων υγείας ενός ατόμου σε σχέση με το βάρος του. Δημιουργήθηκε το 1832 από τον Adolphe Quetelet.

  • Υπολογίζεται πολύ εύκολα από τον τύπο:

(βάρος σε κιλά)/(Ύψος σε μέτρα)^2

 

 

Οι νέες μελέτες

Στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης «PLOS ONE», δημοσιεύτηκε μια νέα μελέτη όπου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) μπορεί να μην αυξάνει τη θνησιμότητα στους υπέρβαρους.

 

Στα πλαίσια της ερευνητικής διαδικασίας οι επιστήμονες μελέτησαν αναδρομικά δεδομένα από 554.332 ενήλικες των ΗΠΑ, τα οποία άντλησαν από την Εθνική Έρευνα Συνέντευξης Υγείας της περιόδου 1999-2018 και τον Εθνικό Δείκτη Θανάτου των ΗΠΑ του 2019.

 

Ο ΔΜΣ υπολογίστηκε με βάση το ύψος και το βάρος που δήλωσαν οι συμμετέχοντες. Διαθέσιμες ήταν επίσης πληροφορίες σχετικά με δημογραφικά στοιχεία, κοινωνικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες, συννοσηρότητες και πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη.

 

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα

Κατά μέσο όρο οι συμμετέχοντες:

  • Ήταν 46 ετών, κατά το ήμισυ γυναίκες και το 69% λευκοί μη ισπανόφωνοι.
  • Το 35% είχαν ΔΜΣ μεταξύ 25 και 30 που συνήθως ορίζεται ως υπέρβαρος και το 27,2% είχαν ΔΜΣ ίσο ή άνω του 30, που ορίζεται ως παχύσαρκος.

 

Κατά τη διάρκεια μιας μέσης παρακολούθησης εννιά ετών και μέγιστης παρακολούθησης 20 ετών οι ερευνητές εντόπισαν 75.807 θανάτους. Ο κίνδυνος θνησιμότητας από όλα τα αίτια ήταν παρόμοιος σε ένα ευρύ φάσμα κατηγοριών ΔΜΣ. Για τους ηλικιωμένους ενήλικες με ΔΜΣ μεταξύ 22,5 και 34,9 δεν υπήρξε σημαντική αύξηση της θνησιμότητας. Για τους νεότερους ενήλικες δεν υπήρξε σημαντική αύξηση της θνησιμότητας σε όσους είχαν ΔΜΣ μεταξύ 22,5 και 27,4.

 

Συνολικά για τους παχύσαρκους ενήλικες, δηλαδή με ΔΜΣ 30 και άνω, υπήρξε 21% ως 108% αυξημένος κίνδυνος θνησιμότητας που αποδίδεται στο βάρος τους.

 

Τέλος, σχετικά με τα μοτίβα που παρατηρήθηκαν παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό τα ίδια σε άνδρες και γυναίκες και σε όλες τις φυλές και εθνικότητες.

 

Το συμπέρασμα της έρευνας

Μελετώντας αναλυτικά τα δεδομένα, οι ερευνητές, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ΔΜΣ στην περιοχή του υπέρβαρου δεν συνδέεται γενικά με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας από όλες τις αιτίες. Μάλιστα έχουν δηλώσει πως:

«Η μελέτη υπογραμμίζει τις αυξανόμενες επιφυλάξεις σχετικά με τη χρήση μόνο του ΔΜΣ για τη λήψη κλινικών αποφάσεων. Δεν υπάρχει σαφής αύξηση της συνολικής θνησιμότητας σε ένα εύρος παραδοσιακά φυσιολογικών και υπέρβαρων ΔΜΣ. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η νοσηρότητα είναι παρόμοια σε αυτές τις περιοχές ΔΜΣ. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να αξιολογήσουν τη συχνότητα εμφάνισης καρδιομεταβολικών νοσηροτήτων».